πολυέταιρος

πολυέταιρος
πολυέταιρος
with many fellows
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυέταιρος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς εταίρους, πολλούς φίλους, πολλούς συντρόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἑταῖρος (πρβλ. φιλ έταιρος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυεταιρία — ἡ, Α [πολυέταιρος] το να έχει κανείς πολλές εταίρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”